κάνασθον

κάνασθον
κάνασθον, τό,
A = κάναστρον, Schwyzer748.3 ([place name] Naucratis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάνασθον — κάνασθον, τὸ (Α) επιγρ. αντί κάνιστρον*, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό] …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”